Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τοὺς καιρούς

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ …   Dictionary of Greek

  • временьныи — (127) пр. 1.Временный, непостоянный, преходящий: достоино въсприим[е]мъ. за врѣменьноую и не чистоую сласть. СбТр XII/XIII, 21 об.; въ забыть пришедше боудоущаго соуда. и вѣчнаго осужени˫а. врѣменьноу присѣдѩть соудищю. (προσκαίροις) ПНЧ 1296,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • EXECESTUS — Phocensium tyrannus duos gestabat incantatos annulos, quorum sonitu, quem invicem inter se edebant, rerum gerendarum tempus sciebat, mortuus tamen est dolo interfectus, etiamsi id ei prius significasser sontus. Arist ubi de Rep. Phocensium, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθομιλώ — (Α καθομιλῶ, έω) νεοελλ. (μόνον ο τ. τού θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καθομιλουμένη η γλώσσα που χρησιμοποιεί στην ομιλία του ο λαός, η δημοτική, σε αντίθ. προς την καθαρεύουσα αρχ. 1. προσελκύω κάποιον, κερδίζω κάποιον με την καθημερινή… …   Dictionary of Greek

  • καταργώ — (I) (AM καταργῶ, έω) συντελώ ώστε να παύσει να ισχύει κάτι, θέτω κάτι εκτός ισχύος, καταλύω, ακυρώνω (α. «η κυβέρνηση κατάργησε το παλιό σύστημα τής φορολογίας» β. «μὴ ἡ ἀπιστία αὐτῶν τὴν πίστιν τοῡ θεοῡ καταργήσει», ΚΔ) αρχ. 1. δυσχεραίνω μια… …   Dictionary of Greek

  • μουτσόπουλο — το μικρός μούτσος, ναυτόπουλο («έχω και τρία μουτσόπουλα που τους καιρούς γνωρίζουν», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < μούτσος + υποκορ. κατάλ. πουλο (πρβλ. βασιλό πουλο)] …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»